Μπορεί ο Τζουζέπε Κόντε να απειλήσει με “domino effect” την Ε.Ε και να επιτύχει κοινή έκδοση χρέους;
Ο Ιταλός πρωθυπουργός επανέλαβε την έκκληση για κοινή έκδοση χρέους ώστε να βοηθηθούν οι οικονομίες που χτυπήθηκαν από τον κοροναϊό, στήνοντας σκηνικό σύγκρουσης πριν την τηλεδιάσκεψη των ηγετών της ΕΕ αυτή την εβδομάδα.
Ο Κόντε επικαλέστηκε τον κίνδυνο μετάδοσης αν οι ηγέτες αποτύχουν να δράσουν στην πίεση που δέχεται Ιταλία και Ισπανία, σε συνέντευξη που έδωσε στη γερμανική Sueddeutsche Zeitung. Δήλωσε δε ότι ο ESM, το εργαλείο που θέλει να χρησιμοποιήσει η Γερμανία «έχει κακή φήμη στην Ιταλία».
«Τα οικονομικά μας συστήματα είναι συνδεδεμένα», τόνισε. «Όταν μια χώρα έχει πρόβλημα αυτό πυροδοτεί ένα ντόμινο και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφύγουμε. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η πλήρης ισχύς της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μέσω της κοινής έκδοσης ομολόγων».
To domino effect που θα μπορούσε να προκαλέσει η Ιταλία στην Ε.Ε- Ανάλυση του CNBC
Recent political turmoil in Italy has increased the borrowing costs for the euro zone’s third-largest economy, but it has also raised questions about potential contagion to other countries.
France owns the highest proportion of Italian debt — $311 billion, which represents 12 percent of French GDP, making it the most vulnerable to a crisis in Italy.
Από την ανάλυση του CNBC
Καθώς έχει προγραμματιστεί τηλεδιάσκεψη των ηγετών για την Πέμπτη, ο Κόντε βρίσκεται υπό πίεση να εξασφαλίσει ελάφρυνση για την οικονομία του, αλλά και να αντιμετωπίσει την κριτική λαϊκιστικών κομμάτων εντός και εκτός κυβέρνησης που επιπλήττουν την αντίδραση της ΕΕ.
Όπως είπε ο Κόντε το θέμα δεν αφορά προηγούμενο ή μελλοντικό χρέος αλλά «μια ‘έκτακτη προσπάθεια’ να αντιμετωπιστεί η υφιστάμενη κατάσταση».
Σχετικά γράφει στην “Καθημερινή” ο Γιώργος Π. Ζανιάς, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της Eurobank
Η Ευρωζώνη αντέδρασε στην τελευταία τηλεδιάσκεψη του Eurogroup και δημιούργησε κάποια χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τις χώρες-μέλη να αντεπεξέλθουν καλύτερα στις υγειονομικές και οικονομικές προκλήσεις που δημιουργεί η εξάπλωση του κορωνοϊού. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί πως αντέδρασε πιο άμεσα σε σχέση με την ταχύτητα που αντιμετώπισε την ελληνική κρίση. Σε αντίθεση όμως με την προηγούμενη κρίση, οι αποφάσεις που ελήφθησαν δεν εμβαθύνουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά απλώς επεκτείνουν υπάρχουσες δομές. Με αυτή την έννοια και δεδομένου πως η σημερινή συγκυρία δεν μπορεί να αποδοθεί σε αποφάσεις κάποιων «κακών κυβερνήσεων», η Ευρώπη φαίνεται να χάνει προς στιγμήν μια σημαντική ευκαιρία περαιτέρω ολοκλήρωσης της νομισματικής ένωσης.
Οι διευκολύνσεις που αποφασίστηκαν αποτελούν δανεικά προς τα κράτη-μέλη, το οποίο σημαίνει πως συμβάλλουν στην αύξηση του δημόσιου χρέους τους. Η βοήθεια την οποία παρέχουν έγκειται στο ότι εξασφαλίζουν ρευστότητα με πολύ χαμηλά επιτόκια, δεδομένου πως οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί που δανείζονται έχουν διαβάθμιση ΑΑΑ, σε αντίθεση με κάποιες χώρες που θα τα απορροφήσουν. Με αυτή την έννοια, η όποια έκφραση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης περιορίζεται στη «μεταβίβαση» αξιοπιστίας από τις χώρες που δανείζονται πιο φτηνά προς αυτές που δανείζονται πιο ακριβά. Αυτό επιτρέπει τη διατήρηση των πληρωμών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και έτσι δημιουργείται κάποιος δημοσιονομικός χώρος για περισσότερες δαπάνες αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης. Ενα επιπλέον όφελος είναι πως το κομμάτι αυτό του δημοσίου χρέους βρίσκεται στο τραπέζι του Eurogroup το οποίο μπορεί να αποφασίσει πιο ευνοϊκούς τρόπους αποπληρωμής αν χρειαστεί, όπως έγινε τόσες φορές με την Ελλάδα.
Μια ενδιαφέρουσα σημείωση εδώ είναι πως από τη δημιουργία του ευρώ μέχρι σχεδόν τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, οι χώρες-μέλη δανείζονταν de facto με περίπου τα ίδια επιτόκια. Αυτό δημιουργούσε ένα μεγάλο όφελος για τις χώρες στον Νότο της Ενωσης και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, που όμως αντί να χρησιμοποιήσει τα φτηνά δανεικά για την προώθηση μιας υγιούς ανάπτυξης που θα στηριζόταν στην παραγωγή και στις εξαγωγές, προωθούσε κυρίως την κατανάλωση και τις εισαγωγές, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει ένα ευρωομόλογο; Κατ’ αρχάς, έναν τύπο ευρωομολόγων εκδίδουν ο ESM και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να αποκτήσουν τα κεφάλαια τα οποία θα δανείσουν στις χώρες-μέλη. Το ζήτημα με τα δανεικά από τον ESM είναι πως τα κεφάλαια που μπορεί ν’ αντλήσει αυτός ο οργανισμός είναι σχετικά περιορισμένα, ενώ, σύμφωνα με το καταστατικό του, πρέπει να δίνονται με κάποιους όρους.
Επιπλέον πλεονεκτήματα από την έκδοση ενός γενικότερου ευρωομολόγου μπορούν να προκύψουν αν τα κεφάλαια διατίθενται χωρίς συγκεκριμένους όρους και το κλειδί διανομής των αντληθέντων κεφαλαίων δεν συμπίπτει με το κλειδί αποπληρωμής τους. Το τελευταίο θα μπορούσε να σημαίνει πως η αποπληρωμή των αντληθέντων κεφαλαίων γίνεται ανάλογα με το ΑΕΠ της κάθε χώρας και η διανομή των αντληθέντων κεφαλαίων ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε χώρας. Κάπως έτσι γίνεται με τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. και ιδιαιτέρως με τα διαρθρωτικά ταμεία. Ενας άλλος τρόπος είναι όταν ο δανεισμός με ευρωομόλογα γίνεται με εγγυήσεις τύπου joint and several, το οποίο σημαίνει πως αν κάποια χώρα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα κεφάλαια που πήρε με το ευρωομόλογο, τότε τα πληρώνουν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Τέτοιου είδους ευρωομόλογα περιέχουν καθαρές μεταβιβάσεις ανάμεσα στους φορολογουμένους των χωρών-μελών, όπως γίνεται και με τον ήδη υπάρχοντα προϋπολογισμό της Ε.Ε. Κάτι τέτοιο όμως συνεπάγεται περισσότερα στοιχεία συντονισμού οικονομικής πολιτικής αλλά και πολιτικής ολοκλήρωσης στην Ευρωζώνη και η σημερινή κρίση πραγματικά θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφορμή για να προωθηθεί μια τέτοια διαδικασία. Αντί γι’ αυτό, υιοθετήθηκε η ενίσχυση κάποιων υπαρχόντων εργαλείων, τα οποία ελπίζω να μεταφερθούν με τη θετική τους πλευρά εντός των κρατών-μελών για να μην αναβιώσει πάλι ο ευρωσκεπτικισμός, όπως έγινε και με τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης.
Ενα πλεονέκτημα που σίγουρα μπορεί να έχει ένα ευρωομόλογο είναι οι πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες δανεισμού στις διεθνείς αγορές, πολλαπλάσιες του ESM. Το κενό φαίνεται προς το παρόν να καλύπτει η ΕΚΤ, η οποία έχει φανεί πιο «γενναιόδωρη» και διογκώνει τον ισολογισμό της σε επίπεδα που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πριν από το 2015. Αν μάλιστα κρατήσει τις αγορές των ομολόγων στον ισολογισμό της για κάποια χρόνια, τα προγράμματά της QE και PEPP θα μοιάζουν αρκετά με προγράμματα απευθείας χρηματοδότησης κυβερνήσεων (debt monetization), κάτι το οποίο αποστρέφονται πλήρως κάποιες χώρες του Βορρά
Σχετικό είναι και το άρθρο του δημοσιογράφου-αναλυτή Κώστα Καλλίτση στην ίδια εφημερίδα:
Οι προβλέψεις κυμαίνονται -5% έως -18%, πιθανόν να κάτσει κάπου στο μέσον, δεν υπάρχει αμφιβολία πάντως ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας θα είναι βαθιά, βαθύτατη. Η κρίση που ταλανίζει προνομιακές αγορές των εξαγωγών μας, η ισχυρή εξάρτηση της οικονομίας μας από τη μονοκαλλιέργεια που λέγεται τουρισμός κι η συντριπτική κυριαρχία ενός αρχιπελάγους από πολύ μικρές επιχειρήσεις, που έχουν εξαιρετικά ασθενικές αντοχές, επιδεινώνουν τις συνέπειες μιας κρίσης που, έτσι ή αλλιώς, είναι μοναδική στα παγκόσμια χρονικά. Μπροστά μας, κοντινή προοπτική, η ανεργία να υπερβεί το 20%, να μπει λουκέτο σε χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις, ενώ άλλες, μεγάλες και βιώσιμες επιχειρήσεις, να απαξιωθούν και να εξαγοραστούν από ξένους.
Ανακούφιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι το άμεσο, θα έχει και διάρκεια. Θα ήταν λάθος να δαπανηθούν όλοι οι πόροι εξαρχής, γιατί είναι άγνωστη η διάρκεια της πανδημίας και διότι οι σκληρότερες συνέπειες της κρίσης έπονται: το καλοκαίρι έρχεται ένα μεγάλο κύμα ανεργίας, από τις 700.000 εποχικούς στον τουρισμό είναι αμφίβολο αν θα προσληφθούν οι μισοί, η φρέσκια έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ έδειξε ότι 100.000 επιχειρήσεις ίσως δεν ξαναλειτουργήσουν μετά την καραντίνα. Τα πιο δύσκολα είναι μπροστά. Επιπλέον, ισχυρή χρηματοδότηση θα χρειαστεί (κυρίως!..) κατά την επανεκκίνηση της οικονομίας. Κι όλα πρέπει να επιδιωχθούν αποφεύγοντας έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό, για να μην είμαστε ένα μαύρο πρόβατο όταν η τράπουλα ξαναμοιράζεται στη μετά την κρίση Ευρώπη. Τα προβλήματα είναι θηριώδη.
Πολλά θα κριθούν στη Σύνοδο Κορυφής της 23ης Απριλίου (ίσως και σε επόμενη…), αν δηλαδή ανατραπεί το σκηνικό που ευνοεί την κρατική προικοδότηση επιχειρήσεων του Βορρά για να αναδιατάξουν τον επιχειρηματικό χάρτη της Ευρώπης εις βάρος ή και εξαγοράζοντας εταιρείες του Νότου – μια μάχη που η ελληνική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να δώσει με πείσμα. Πολλά θα κριθούν και από τις αποφάσεις που θα ληφθούν στην Αθήνα για την επόμενη, μετά την κρίση, ημέρα. Ετσι ή αλλιώς, αυτή η κρίση θα αλλάξει ριζικά το οικονομικό τοπίο, η αναδιάρθρωση της οικονομίας θα είναι βίαιη και επώδυνη. Το πραγματικό δίλημμα είναι αν οι αλλαγές θα αφεθούν να γίνουν βάναυσα κι όπως φυσάει ο άνεμος ή με πρόνοια για τους ηττημένους και με σχέδιο ανασυγκρότησης για το παραγωγικό μοντέλο.
Θεμελιώδης πρόνοια για μια ανασυγκρότηση, που εξ ορισμού θα έχει διάρκεια και θα προκαλεί έντονες αναταράξεις, είναι ένα δίχτυ προστασίας των εργαζομένων, που θα εγγυάται ορισμένο βιοτικό επίπεδο στις οικογένειές τους και επανεκπαίδευση όσων χάνουν τη δουλειά τους – ίσως με γενίκευση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και αλλαγή μοντέλου του ΟΑΕΔ. Χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Και μετά, χρειαζόμαστε (σωστές…) επιλογές: ενίσχυση της μεταποίησης στο πλαίσιο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, στήριξη βιώσιμων επιχειρηματικών δράσεων που θα σέβονται περιβάλλον, κοινωνία και εργασιακά δικαιώματα, υποστήριξη της δημιουργίας μεγάλων και ισχυρών επιχειρηματικών μονάδων, προώθηση των δημοσίων επενδύσεων για σύγχρονες υποδομές. Επί του τελευταίου, μια σκέψη: επειδή τα λεφτά δεν περισσεύουν, ας ξανασκεφτούν οι αρμόδιοι αν, όντως, δώσουν 2,5 δισ. ευρώ στους δημάρχους για να κάνουν όποια έργα κρίνουν, εν λευκώ. Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι.