Μόσιαλος για χανταϊό: “Όχι στον πανικό”- Δεν μεταδίδεται εύκολα μεταξύ ανθρώπων – Έχουμε τα μέσα
Η είδηση του θανάτου ενός Κινέζου μέσα σε λεωφορείο για τον οποίο ευθύνεται ο χανταϊός προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, αίσθηση και ανησυχία στην εποχή της παγκόσμιας καραντίνας για τον φονικό κοροναϊό. Ο Καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics, Ηλίας Μόσιαλος, με ανάρτησή του στη σελίδα του στο Facebook ζήτησε να σταματήσει ο πανικός.
Ο χανταϊός, έγραψε, δεν είναι συγκρίσιμος με τον κορονοϊο και δεν είναι τόσο επικίνδυνος.
«Ο Hantavirus δεν είναι νέος ιός, είναι γνωστός εδώ και δεκαετίες και ενδεχομένως ενεργός για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Δεν μεταδίδεται εύκολα μεταξύ ανθρώπων, κολλάει μόνο με την κατάποση και βρώση των σωματικών υγρών ποντικών ή αρουραίων, και είμαστε πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι για να τον αντιμετωπίσουμε, συμπεριλαμβανομένης της κατοχής εμβολίων», τόνισε ο Ηλίας Μόσιαλος.
Η ανάρτηση Μόσιαλου
Σύμφωνα με την New York Post o χανταϊός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1950 στον πόλεμο ΗΠΑ – Κορέας. «Μεταδίδεται από ποντίκια αν οι άνθρωποι καταπιούν τα σωματικά τους υγρά. Η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι σπάνια» δήλωσε ο Σουηδός επιστήμονας Dr. Sumaiya Shaikh.
Επίσης σύμφωνα με το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) ο χανταϊός είναι σπάνιος, όμως το ποσοστό θνησιμότητας αγγίζει το 40%. «Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν έως και οκτώ εβδομάδες μετά την έκθεση σε ούρα, περιττώματα ή σάλιο μολυσμένων τρωκτικών» σημειώνει το CDC, ενώ μπορεί να προέλθει και από δάγκωμα ποντικιών.
Τα συμπτώματα είναι ίδια με αυτά που παρουσιάζει ο κορονϊός δηλαδή πυρετός, πονοκέφαλοι, βήχας και δύσπνοια.
Ο χανταϊός είναι μια ασθένεια που που κοινοποιήθηκε σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ το 1995, αλλά δεν υπήρξαν γνωστές περιπτώσεις που μεταδίδονται μεταξύ των ανθρώπων, σύμφωνα με την ομάδα υγείας.
«Στη Χιλή και την Αργεντινή, έχουν παρουσιαστεί σπάνιες περιπτώσεις μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο» ισχυρίζεται το CDC, ενώ τόνισε πως δεν υπάρχει εμβόλιο ή ειδική θεραπεία, αλλά οι ασθενείς χρειάζονται εντατική φροντίδα την περίοδο που θα αντιμετωπίσουν σοβαρή αναπνευστική δυσφορίας.