Προσφυγικό: Έλλειμμα προγραμματισμού και υπεύθυνης στάσης από την κυβέρνηση
Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη ακολουθεί στο προσφυγικό το δρόμο που χάραξε στο Μακεδονικό: Κατασκευάζει μια δήθεν πατριωτική γραμμή και τροφοδοτεί με ένταση και διχαστική ρητορική τη δημόσια σφαίρα, για να καλύψει το έλλειμμα πολιτικής στρατηγικής και ρεαλιστικών προτάσεων.
Του Δημήτρη Ραπίδη*
Είναι γεγονός πως το προσφυγικό είναι ένα σοβαρό θέμα, δεν πρέπει όμως να εργαλειοποιείται και να συνδέεται με την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τα ζητήματα του διμερών μας σχέσεων με την Τουρκία δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο «καλάθι», ούτε να υιοθετηθούν πολιτικές που ταυτίζουν το ένα θέμα με το άλλο.
Στη σημερινή του διάσταση το προσφυγικό είναι απολύτως διαχειρίσιμο από την κυβέρνηση. Και σε επίπεδο αριθμών, και σε επίπεδο τεχνικής επάρκειας, αλλά και σε επίπεδο χρηματοδοτικής στήριξης. Η αναλογία προσφύγων/εθνικού πληθυσμού επιτρέπει την ορθή και αποτελεσματική κατανομή τους ανά την επικράτεια, η τεχνογνωσία αυτών των ετών επιτρέπει στον κρατικό μηχανισμό να στηρίξει ανοιχτές και λειτουργικές δομές, ενώ στο επίπεδο της χρηματοδοτικής κάλυψης η οικονομία μας μπορεί -με τα σημερινά δεδομένα- να στηρίξει ένα τέτοιο σχέδιο.
Τι χρειάζεται όμως κάτι τέτοιο για να πραγματοποιηθεί, πέρα από ορθολογικές προσεγγίσεις και νούμερα; Χρειάζεται πολιτική βούληση, σαφή πολιτική βούληση από την κυβέρνηση. Και εδώ ξεκινά το πρόβλημα, καθώς ο κ. Μητσοτάκης δείχνει με κάθε τρόπο δεν θέλει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση γιατί εκτιμά ότι θα ζημιωθεί.
Αυτή είναι μια λανθασμένη πολιτική εκτίμηση που κάνει ο Πρωθυπουργός. Εάν είχε την πολιτική βούληση να διαχειριστεί με εθνικά και κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο το προσφυγικό, τα οφέλη θα ήταν πολλαπλά. Πρώτον, θα έβαζε άμεσα στο περιθώριο εκείνους τους ακραίους κύκλους που χρησιμοποιούν ένα σύνθετο και ευαίσθητο θέμα για να εκφασίσουν την ελληνική κοινωνία και να παίξουν μια δική τους, τοξική και εθνικά ζημιογόνα ατζέντα. Δεύτερον, θα διαμόρφωνε το πεδίο για εθνική γραμμή στο προσφυγικό, θα προετοίμαζε την κοινωνία για μια νέα πραγματικότητα, που έχει πολλά θετικά για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη – τις τοπικές κοινωνίες δηλαδή και τους πρόσφυγες. Τρίτον, θα αποσυνέδεε το προσφυγικό από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θα έδινε ενέργεια και προσήλωση στο ζήτημα της τουρκικής επιθετικότητας.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δείχνει περισσότερο να φαντάζεται εχθρούς στο εσωτερικό, παρά να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως έχει και να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα είναι αλλού. Με όρους ακραίους, με επιθέσεις και στοχοποίηση πολιτών και πολιτικών, με περικεφαλαίες και κομματικές χλαμύδες, χωρίς ουσιαστικές συμμαχίες στο εξωτερικό, εντός και εκτός ΕΕ, δεν θα βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο. Και οι συνέπειες των σημερινών παραλείψεων και λανθασμένων εκτιμήσεων της κυβέρνησης θα είναι βαθιές και σκληρές για την κοινωνία μας συνολικά.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, ιδρυτής του κέντρου ερευνών Bridging Europe.