Από τον Έβρο στη “συνδιαχείριση”…
Το “θερμό επεισόδιο” με την Τουρκία στον Έβρο, αποτέλεσμα του ωμού μεταναστευτικού εκβιασμού της Ε.Ε και της εργαλειοποίησης δεκάδων χιλιάδων προσφύγων εκ μέρους του Ταγίπ Ερντογάν, δημιουργεί εκ των πραγμάτων μία νέα και εξαιρετικά ανησυχητική γεωπολιτική “ανισορροπία” στην ευρύτερη περιοχή μας.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Το προηγούμενο χρονικό διάστημα η εσωτερική κοινή γνώμη “προετοιμάστηκε” από μερίδα του πολιτικού συστήματος για το ενδεχόμενο μιας προσέγγισης με την Τουρκία.
Οι δηλώσεις του αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Θάνου Ντόκου (ΕΛΙΑΜΕΠ), οι παρεμβάσεις του καθηγητή και άτυπου συμβούλου στο Μέγαρο Μαξίμου Χρήστου Ροζάκη, ακόμα και οι πυκνές αναφορές της Ντόρας Μπακογιάννη και άλλων, σχετικά (οι μεν πρώτοι) ακόμα και για υπο προϋποθέσεις συνδιαχείριση με την Άγκυρα στο Αιγαίο και την Κυπριακή ΑΟΖ, ή (οι δεύτεροι) για την ανάγκη εξεύρεσης κοινού τόπου που θα οδηγούσε μέσω ενός συνυποσχετικού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μοιάζουν, πια, κεφάλαιο μιας άλλης εποχής. Ακόμα και εκείνες οι “παραινέσεις” του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη με την επίμονη αρθρογραφία του για ελληνοτουρκική σύγκλιση που θα απαιτούσε ακόμα και “μη ευχάριστες λύσεις”.
Μετά τις δύο προσωπικές συνομιλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ταγίπ Ερντογάν (Νέα Υόρκη και Λονδίνο), η κυβέρνηση είχε επιτρέψει να διεξάγεται η παραπάνω συζήτηση σε χαμηλούς, διερευνητικούς τόνους –λέγοντας, βεβαίως, πως “η Χάγη είναι ακόμα μακριά”-, και επισήμως είχε στραφεί προς την επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Αυτά θα λειτουργούσαν, ως άφηναν να εννοηθεί κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, ως η αφετηρία ενός πιθανού “οδικού χάρτη” προς την έδρα του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Αρκετοί (μεταξύ των οποίων και ο γράφων) είχαν επισημάνει πως αυτή η “επιθυμία” υπονομευόταν ευθέως από την Τουρκία, η διπλωματία της οποίας έβαζε μεθοδικά στο τραπέζι μια συνολική ατζέντα διεκδικήσεων, από την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, έως την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί θαλασσίων ζωνών στο Καστελόριζο και νοτίως της Κρήτης.
Η εσωτερική δημόσια συζήτηση, ωστόσο, περί Χάγης φάνηκε να υποβαθμίζει τις τουρκικές προκλήσεις ή τα σημεία τριβής στο πλαίσιο του “μεγάλου στόχου” που θα ήταν δυνητικά μια πλήρης και μακρόχρονη αποκατάσταση των σχέσεων με τον εξ Ανατολών γειτονα.Ποιος δεν θα την ήθελε, άλλωστε, εάν αποτελούσε προϊόν ειλικρινούς διαλόγου ή, ακόμα, και έντιμου συμβιβασμού;
Επ΄ αυτού, μάλιστα, δημιουργήθηκε η εντύπωση μιας συνεννόηση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, με αποχή του Αλέξη Τσίπρα από υψηλούς τόνους.
Η κατάσταση, όμως, έχει αλλάξει άρδην.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, βρέθηκε/βρίσκεται σε “εμπόλεμη κατάσταση” με την Τουρκία, με την οργανωμένη προσπάθεια του Ερντογάν για μαζική μετακίνηση μεταναστευτικών ροών και την προσβολή των ελληνικών/ευρωπαϊκών συνόρων. Βουλευτές και στελέχη της καλλιέργησαν “ηρωϊκό κλίμα” και στρατιωτική ατμόσφαιρα, ταυτίστηκαν, δε, ακόμα και με φίλα προσκείμενους αναλυτές και αρθρογράφους που μίλησαν ευθέως για…πόλεμο.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα ποια Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μπορούν να τελεσφορήσουν; Ποια “εμπιστοσύνη” είναι δυνατόν να αναζητήσεις με συνομιλητή εκείνον που προσβάλλει τα σύνορά σου και θεωρείς πως βρίσκεσαι σε “πόλεμο” μαζί του;
Το νήμα κόπηκε και είναι εξαιρετικά δύσκολο, για πολύ καιρό, να ξαναπιάσει κανείς την άκρη του.
Για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, επειδή με την μεταναστευτική/”πολεμική” κρίση στον Έβρο (και τα νησιά), η Ελλάδα δοκίμασε για ακόμα μία φορά την υποκρισία των εταίρων και συμμάχων της.
Ε.Ε και ΗΠΑ στήριξαν τη χώρα μας ως προς το δόγμα της “αποτροπής” (σφράγισης των συνόρων) για να αποφύγουν ένα ανεξέλεγκτο νέο προσφυγικό/μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ευρώπη (τύπου 2015), την ίδια ώρα, όμως, προσέφεραν ανοχή, ασυλία ή και υποστήριξη των στρατιωτικών σχεδιασμών του Ταγίπ Ερντογάν στη Συρία. Ο ανεξέλεγκτος Ερντογάν που “διακινεί πρόσφυγες” για να εκβιάσει γεωπολιτικά δεν απομονώθηκε. Αντιθέτως, αναβαθμίστηκε στις γεωπολιτικές προτεραιότητες της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή μας.
Υπό το πρίσμα αυτό -ας γίνει σαφές- η Ελλάδα δύσκολα θα μπορούσε να προσδοκά διπλωματική στήριξη σε οιαδήποτε ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση. Όλο το σύστημα των ΜΟΕ έχει καταρρεύσει, η δε πολυδιαφημισμένη αμερικανική πρωτοβουλία για αποκλιμάκωση –που υποτίθεται πως εξασφάλισε ο πρωθυπουργός στο ταξίδι του στην Ουάσιγκτον- ουδέποτε εκδηλώθηκε.
Δεύτερον, με το “έπος του Έβρου” που καλλιέργησαν αρκετοί και υποδαύλισε η κυβέρνηση ξύπνησαν ακραία ή και ακροδεξιά αντανακλαστικά και νομιμοποιήθηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο το εμπόριο του πατριωτισμού.
Η Ν.Δ και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντλούν, αναμφίβολα, δημοσκοπικά οφέλη απ΄ αυτό το κλίμα, ωθούν, ίσως, την αντιπολίτευση σε συντηρητικότερες θέσεις, όμως υπονομεύουν κάθε επιδίωξη για τυχόν διευθετήσεις στα ελληνοτουρκικά. Συνοριοφύλακες και κάτοικοι που πήραν τις καραμπίνες στα χέρια και περιπολούν στον Έβρο είναι απίθανο να πεισθούν ότι “πρέπει να τα βρούμε με την Τουρκία”. Ο Ντόκος, ο Ροζάκης, η Ντόρα και πολλοί άλλοι θα αναγκαστούν να αποσύρουν τις απόψεις τους από τη δημόσια σφαίρα. Όταν έχεις καλλιεργήσει την αντίληψη του “πολέμου” πως να μιλήσεις για ΜΟΕ;
Ακόμα, δε, κι αν το δοκιμάσεις, είναι προφανές πως θα γίνει με δυσμενέστερους έως απαγορευτικούς όρους.
Δυστυχώς, το “πολεμικό” κλίμα, σε συνδυασμό με την αμφισημία της διεθνούς σκηνής, δεν στρώνουν το έδαφος για διάλογο αλλά διαιωνίζουν την ακραία ένταση. Ήτοι, στην παρούσα περίπτωση το “θέλεις ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο“, δεν ισχύει.